Μία συναυλία για φιλανθρωπικό σκοπό στην υγεία του David Prudent

Mayhem - Daemon (Album Review)


"Ο Τύραννος και το σπαθί του Ηγέτη"


Οι Νορβηγοί προπάτορες γύρισαν στα στούντιο για το έκτο κατά σειρά άλμπουμ τους ευνοημένοι από ένα συγκυριακό κλίμα ανόδου του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης για την πιο καταραμένη μπάντα του κόσμου. 

Το 2017 περιόδευσαν τη ζοφερή δυσωδία του αξεπέραστου αριστουργήματός τους απ' άκρη σ' άκρη του πλανήτη, έναν χρόνο αργότερα κατέφθασε το πολυαναμενόμενο και πολωτικό Lords of Chaos αναμοχλεύοντας απωθημένους προβληματισμούς εντός της διεθνούς μαυρομεταλλικής κοινότητας, κι αριβάραμε στις απροσδόκητες δηλώσεις του Necrobutcher κάπου στο δεύτερο μισό του Οκτωβρίου, αποκαλυπτικές νέων πτυχών του παρελθόντος του παλυπαθούς συγκροτήματος.

Τι συμβαίνει με το "Daemon". Με το καλημέρα (The Dying False King), τα τύμπανά μας γαργαλούν χαοτικά blastbeats, λαβυρινθώδη, αποπνικτικά riffs κι έρχεται σαν κερασάκι στην τούρτα ο Attila μ' εκείνα τα παρανοϊκά ψελλίσματα που απογείωσαν το De Mysteriis Dom Sathanas στο επίπεδο του απόλυτου trend-setting ευαγγελίου του ιδιώματος. Εξαιρετικό το πρώτο δείγμα του LP, πέραν του single που είχαμε ήδη γευτεί από τον Αύγουστο (Wortheless Abominations Destroyed), με την ατμόσφαιρα πυκνή, βαριά κι ασήκωτη όπως θα την περίμενε κανείς από οιαδήποτε κυκλοφορία έφερε τη στάμπα του θρυλικού brand.

Ήδη απ' αυτό το σημείο αρχίζει να σχηματίζεται η εντύπωση πως η μπάντα επιχειρεί ν' αποτίσει τον δέοντα φόρο τιμής στο DMDS, και τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα: αφενός, ποιός από εμάς δεν περίμενε καρτερικά αυτή τη στιγμή χρόνια και χρόνια, υπομένοντας μέτριες κυκλοφορίες όπως το Esoteric Warfare του 2014 (το line-up κοινό με το σημερινό, ειρύσθω εν παρόδω) έως ότου βλέπαμε μια κυκλοφορία στη φιλοσοφία του Daemon, που έχουμε τώρα στα χέρια μας. Η ευχή εισακούστηκε. 

Αφετέρου, αυτό που δεν είχαν υποψιαστεί οι πιο ενθουσιώδεις από εμάς ήταν ό,τι άπαξ κι έσκαγε οποιοδήποτε project το οποίο θα προσιδίαζε στην αμίμητη μοναδικότητα κι αυθεντικότητα του ντεμπούτου, θα χρειάζονταν τόνοι δημιουργικού ρίσκου και καινοτομίας εκ μέρους του σχήματος ώστε οι ομοιότητες να λειτουργούσαν υπέρ και όχι κατά του νέου. 

Στην ίδια φόρμουλα με το πρώτο κομμάτι έπονται τα Aegenda Ignis και Bad Blood. Ευχάριστα, groovy, δυνατά όσο πρέπει, πλην κάτι λείπει: στον ήχο αμφότερων αποτυπώνεται η εν πολλοίς αποτυχημένη απόπειρα συγκρότησης μιας κάποιας σατανικής ατμόσφαιρας. Λίγο πιο σταδιακό χτίσιμο και περισσότερα dynamics θα άφηναν πολύ καλύτερο αποτέλεσμα. Τα riffs του Teloch ακολουθούν την πεπατημένη, δεν ξαφνιάζουν, δεν εντυπωσιάζουν. 

Σαν το παράπονο να 'φτασε στ' αυτιά της μπάντας, το Malum εισβάλει με ένα αργό, παχύ μελβινικό riff, από αυτά που αισθάνεται κανείς την παρουσία τους στο χώρο. Μόλις μπουκάρει η κεντρική μπασογραμμή που αναμοχλεύει πετυχημένα το Life Eternal, ανησυχούμε για τον προμήκη μας περιορίζοντας όσο γίνεται το headbanging.

Στο Falsified and Hated καταμεσής του μπρουτάλ καταιγισμού αναδύονται πλήκτρα θαρρείς στοιχειωμένα απ' το φάντασμα του Varg Vikernes ως Burzum, που μόνο ως βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση θα μπορούσαν να λογαριαστούν. Το πανδαιμόνιο που σιγοβράζει στην εισαγωγή του Aeon Daemonium εκρύγνηται σε καθαρό black metal οργασμό, με προσεγμένη, ξεκάθαρη συνθεση που κολλά στα μηνίγγια σαν καπνίλα στο ταβάνι φοιτητικού διαμερίσματος. Εδώ έχουμε, κατά την άποψή μου, το τρίτο highlight του δίσκου, μετά το Dying False King και το Malum: καλή επαναπροσέγγιση των ριζών του συγκροτήματος, που δυστυχώς, επισκιάζεται απ' αυτές. 

Η ατμόσφαιρα κορυφώνεται στο Daemon Spawn: το απλό riff αναθυμιάζει πρώιμους Satyricon κι ο Attila επανέρχεται στο ρόλο του δαιμονισμένου Νοστράδαμου επιβλητικός όσο πάντοτε, με εμφανή την τεχνική βελτίωση. Η παραγωγή είναι τραγανή και το αποτέλεσμα ντουμίζει δίχως να χάνει σε αμεσότητα. 

Παρόμοια άσκηση σε ατόφια black μονοπάτια είναι και το Of Worms and Ruins, μολονότι υστερεί στο συνθετικό κομμάτι, ενώ το closer (Invoke the Oath) συνδυάζει την post-black ντουμίλα που ακούσαμε σε ορισμένα απ' τα προηγούμενα κομμάτια με κάποια απ' τα καλύτερα riffs του δίσκου. Ίσως και το πιο προσεγμένο συνθετικά και δυναμικά κομμάτι του δίσκου, με όμορφες κακοφωνίες που μπλέκονται συνεκτικά η μιά στην άλλη και εναλλαγές στα tempo που δένουν αρμονικά και δε φαντάζουν μετέωρες.

Καταληκτικά, το Daemon είναι καλός δίσκος. Οι ταγμένοι οπαδοί θα τον λατρέψουν κι ο μέσος metalhead θα τον εκτιμήσει. Το πρόβλημα είναι ότι, σε μια χρονιά που είχαμε ριζοσπαστικές, πειραματικές κυκλοφορίες, (όπως λ.χ. το The Furnaces of Palingenesia των Deathspell Omega ή προσφάτως το H.A.Q.Q. των Liturgy) η μεγαλεπήβολη προσπάθεια των Mayhem ναυαγεί στα μισά του ωκεανού.

Δεν είναι λίγες οι στιγμές που στα χείλη του ακροατή θ' απλωθεί το χαμόγελο της ικανοποίησης για την επιστροφή των βασιλιάδων, διαφαίνονται εντούτοις αναξιοποίητα κενά και συνθετικές ατολμίες και αστοχίες που μειώνουν το ποσοστό της επιτυχίας. Λογικό, θα έλεγε κανείς, να συμβαίνει κάτι τέτοιο αφ' ης στιγμής ανασύρεται η θύμηση του DMDS: οι νοερές συγκρίσεις γίνονται ασυνείδητα, κι εντέλει, αναπόφευκτα.
Παρ' όλα αυτά, τα θετικά σημάδια που έδειξε ο δίσκος

υπενθυμίζουν ότι μπροστά μας δεν έχουμε μια μπάντα παίξε-γέλασε, αλλά άξιους συνεχιστές της βαριάς φανέλας. Θ' αποτινάξουν, άραγε, τη φοβία του ρίσκου από πάνω τους για να μας δώσουν το αψεγάδιαστο, εγκεφαλικό, αμίμητα ατμοσφαιρικό τελικό προϊόν που θέλουμε απ' αυτούς;

Βαθμολογία: 70/100 

Για το Rock Da Vinci,
Μπαρδάκας Δημήτρης


Σχόλια